Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

φύσεως ἰσχύς

  • 1 ἰσχύς

    ἰσχ-ύς [v. sub fin.], ύος, ,
    A strength of body, Hes.Th. 146, 823, etc.;

    ἀκμαὶ ἰσχύος Pi.O.1.96

    ;

    δεινὸν ἰσχύος θράσος S.Ph. 104

    ;

    τὴν ἰ. δεινὰ καὶ τὴν ῥώμην Pl.Smp. 190b

    ;

    πρὸς ἰσχὺν ὀφθαλμοὶ ἄριστα πεφυκότες X.Smp.5.5

    : pl.,

    ἰσχύες καὶ ἀσθένειαι Pl.R. 618d

    ;

    κατὰ σωμάτων ἰσχῦς καὶ εὐμορφίας Id.Lg. 744c

    ; of places,

    ἰσχὺς γῆς S.OC 610

    ; of a fortified place, Th.4.35.
    2 might, power, θεοῦ, θεῶν, A.Th. 226 (lyr.), S.Aj. 118;

    ἰ. βασιλεία A.Pers. 590

    (lyr.), cf. 12(anap.); ὅπου γὰρ ἰ. συζυγοῦσι καὶ δίκη might and right, Id.Fr. 381; φύσεως ἰ., of Themistocles, Th. 1.138; ἐπὶ μέγα ἐλθεῖν ἰσχύος to a great height of power, Id.2.97, cf. 1.85, etc.;

    παρὰ ἰσχὺν τῆς δυνάμεως Id.7.66

    ; ἰ. μάχης fighting power, Id.2.97;

    ἰ. τῆς ἐλπίδος Id.4.65

    , cf. 2.62; ἡ τῶν νόμων ἰ. POxy.67.14 (iv A.D.); validity, PGrenf.2.71ii11 (iii A.D.), etc.
    3 brute force, κατ' ἰσχύν perforce, opp. δόλῳ, A.Pr. 214;

    πρὸς ἰσχύος κράτος S.Ph. 594

    ;

    πρὸς ἰσχύος χάριν E.Med. 538

    ;

    ὑπὸ τῆς ἰσχύος Epicr.3.10

    ;

    κατέχοντες ἰσχύϊ τὸ πλῆθος Th.3.62

    ;

    εἴ τι ἰσχύϊ πράττεται, ἰσχυρῶς πράττεται Pl.Prt. 332b

    .
    4 motive force, Arist.Ph. 250a6; ἡ κινοῦσα ἰ. Id.Cael. 275b20, al.
    5 in Lit. Crit., vigour of style, D.H.Pomp.3, Comp. 2,al.
    II in Tactics, the main body of troops,

    οὔπω ἡ ἰ. πάρεστιν X.Cyr.1.4.19

    . [[pron. full] in gen., etc.: in nom. and acc. sg. [pron. full] in Pi.N.11.31 (acc.): [pron. full] in Trag. and Com., A.Th. 1080 (anap.), Ch. 721 (anap.), S. Aj. 118, Men.449.] (Perh. ϝισχύς, cf. βίσχυν, γισχύν.)

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰσχύς

  • 2 φύσις

    φύσις [pron. full] [ῠ], , gen. φύσεως, poet. φύσεος prob. (metri gr.) in E.Tr. 886, cf. Ar.V. 1282 (lyr.), 1458 (lyr.), [dialect] Ion. φύσιος: dual φύσει (
    A v.l. φύση) Pl.R. 410e, ([etym.] φύω):
    I origin,

    φ. οὐδενός ἐστιν ἁπάντων θνητῶν οὐδὲ.. τελευτή Emp.8.1

    (cf. Plu.2.1112a);

    φ. βούλονται λέγειν γένεσιν τὴν περὶ τὰ πρῶτα Pl.Lg. 892c

    ;

    ἡ φ. ἡ λεγομένη ὡς γένεσις ὁδός ἐστιν εἰς φύσιν Arist.Ph. 193b12

    ;

    φ. λέγεται ἡ τῶν φυομένων γένεσις Id.Metaph. 1014b16

    ; freq. of persons, birth,

    φύσει νεώτερος S.OC 1295

    , cf. Aj. 1301, etc.;

    φύσι γεγονότες εὖ Hdt.7.134

    ; φύσει, opp. θέσει (by adoption), D.L.9.25;

    φύσει Ἀμβρακιώτης, δημοποίητος δὲ Σικυώνιος Ath.4.183d

    ; so ὁ κατὰ φύσιν πατήρ, υἱός, ἀδελφός, Plb. 3.9.6, 3.12.3, 11.2.2; also in acc.,

    ἐκ πατρὸς ταὐτοῦ φύσιν S.El. 325

    ; ἢ φίλων τις ἢ πρὸς αἵματος φύσιν ib. 1125, cf. Isoc.3.42.
    2 growth, τριχῶν, παιδίου, Hp.Nat.Puer.20,29, cf. 27: pl.,

    γενειάσεις καὶ φύσεις κεράτων Plot.4.3.13

    .
    II the natural form or constitution of a person or thing as the result of growth (

    οἷον ἕκαστόν ἐστι τῆς γενέσεως τελεσθείσης, ταύτην φαμὲν τὴν φ. εἶναι ἑκάστου Arist.Pol. 1252b33

    ): hence,
    1 nature, constitution, once in Hom., καί μοι φύσιν αὐτοῦ (sc. τοῦ φαρμάκου)

    ἔδειξε Od.10.303

    ;

    φ. τῆς χώρης Hdt.2.5

    ;

    τῆς Ἀττικῆς X.Vect.1.2

    , cf. Oec.16.2, D.18.146, etc.;

    τῆς τριχός X.Eq.5.5

    ; αἵματος, ἀέρος, etc., Arist.PA 648a21, Mete. 340a36, etc.: pl.,

    φύσεις ἐγγιγνομένας καρπῶν καὶ δένδρων Isoc.7.74

    ;

    αἱ φ. καὶ δυνάμεις τῶν πολιτειῶν Id.12.134

    ;

    ἡ τῶν ἀριθμῶν φ. Pl.R. 525c

    ;

    ἡ τῶν πάντων φ. X.Mem.1.1.11

    , etc.;

    ἡ ἰδία τοῦ πράγματος φ. IG22.1099.28

    (Epist.Plotinae).
    2 outward form, appearance,

    μέζονας ἢ κατ' ἀνθρώπων φύσιν Hdt.8.38

    ; ἢ νόον ἤτοι φύσιν either in mind or outward form, Pi.N.6.5;

    οὐ γὰρ φ. Ὠαριωνείαν ἔλαχεν Id.I.4(3).49

    (67);

    μορφῆς δ' οὐχ ὁμόστολος φ. A.Supp. 496

    ;

    τὸν δὲ Λάϊον φύσιν τίν' εἶχε φράζε S.OT 740

    (read εἷρπε, taking φ. with ἔχων), cf. Tr. 379; δρακαίνης φ. ἔχουσαν ἀγρίαν prob. in E.Ba. 1358;

    τὴν ἐμὴν ἰδὼν φ. Ar.V. 1071

    (troch.), cf. Nu. 503;

    τὴν τοῦ σώματος φ. Isoc.9.75

    .
    3 Medic., constitution, temperament, Hp.Aph.3.2 (pl.), al.;

    ἡ φ. καὶ ἡ ἕξις Id.Acut.43

    ;

    φ. φύσιος καὶ ἡλικία ἡλικίης διαφέρει Id.Fract.7

    ;

    φύσιες νούσων ἰητροί Id.Epid.6.5.1

    .
    b natural place or position of a bone or joint, ἀποπηδᾶν ἀπὸ τῆς φ., ἐς τὴν φ. ἄγεσθαι, Id.Art.61, 62, al.;

    ὀστέον μένον ἐν τῇ ἑωυτοῦ φ. Id.VC5

    , al.;

    φύσιες τῶν ἄρθρων Id.Nat.Puer.17

    .
    4 of the mind, one's nature, character,

    ἦθος ἕκαστον, ὅπῃ φ. ἐστὶν ἑκάστῳ Emp.110.5

    ;

    εὐγενὴς γὰρ ἡ φ. κἀξ εὐγενῶν.. ἡ σή S.Ph. 874

    ; τὴν αὑτοῦ φ. λιπεῖν, δεῖξαι, ib. 902, 1310;

    φ. φρενός E.Med. 103

    (anap.);

    ἡ ἀνθρωπεία φ. Th.1.76

    ;

    φ. τῆς μορφῆς καὶ τῆς ψυχῆς X.Cyr.1.2.2

    ;

    ὀνόματι μεμπτὸν τὸ νόθον, ἡ φ. δ' ἴση E.Fr. 168

    ; φ. φιλόσοφος, τυραννική, etc., Pl.R. 410e, 576a, etc.;

    δεξιοὶ φύσιν A.Pr. 489

    ;

    ἀκμαῖοι φύσιν Id.Pers. 441

    ;

    τὸ γὰρ ἀποστῆναι χαλεπὸν φύσεος, ἣν ἔχοι τις Ar.V. 1458

    (lyr.), cf. 1282 (lyr.);

    Σόλων.. ἦν φιλόδημος τὴν φ. Id.Nu. 1187

    ;

    ἔνιοι ὄντες ὡς ἀληθῶς τοῦ δήμου τὴν φ. οὐ δημοτικοί εἰσι X.Ath.2.19

    ; φύσεως ἰσχύς force of natural powers, Th.1.138; φύσεως κακία badness of natural disposition, D.20.140;

    ἀγαθοὶ.. γίγνονται διὰ τριῶν, τὰ τρία δὲ ταῦτά ἐστι φ. ἔθος λόγος Arist. Pol. 1332a40

    ; χρῶ τῇ φύσει, i.e. give rein to your natural propensities, Ar.Nu. 1078, cf. Isoc.7.38;

    τῇ φ. χρώμενος Plu.Cor.18

    ;

    θείας κοινωνοὶ φ. 2 Ep.Pet.1.4

    : pl., Isoc.4.113, v.l. in E.Andr. 956;

    οἱ ἄριστοι τὰς φ. Pl.R. 526c

    , cf. 375b, al.: prov.,

    ἔθος, φασί, δευτέρη φ. Jul.Mis. 353a

    .
    b instinct in animals, etc., Democr.278;

    οὐκ ἐπιστήμῃ οὐδὲ τέχνῃ ἀλλὰ φύσει Herm.

    ap. Stob.1.41.6;

    ἐν τοῖς ἄλλοις ζῴοις ἡ αἴσθησις τῇ φ. ἥνωται, ἐν δὲ ἀνθρώποις τῇ νοήσει Corp.Herm. 9.1

    , cf. 12.1.
    5 freq. in periphrases, καὶ γὰρ ἂν πέτρου φύσιν σύ γ' ὀργάνειας, i.e. would'st provoke a stone, S.OT 335;

    χθονὸς φ. A.Ag. 633

    ; esp. in Pl.,

    ἡ τοῦ πτεροῦ φ. Phdr. 251b

    ;

    ἡ φ. τῶν σωμάτων Smp. 186b

    ; ἡ φ. τῆς ἀσθενείας its natural weakness, Phd. 87e;

    ἡ τοῦ μυελοῦ φ. Ti. 84c

    ;

    ἡ τοῦ δικαίου φ. Lg. 862d

    , al.; ἡ φ., with gen. understood, Smp. 191a, Phd. 109e.
    III the regular order of nature,

    τύχη.. ἀβέβαιος, φ. δὲ αὐτάρκης Democr.176

    ;

    κατὰ φύσιν Pl.R. 444d

    , etc.; τρίχες κατὰ φύσιν πεφυκυῖαι growing naturally, Hdt.2.38, cf. Alex.156.7 (troch.);

    κατὰ φύσιν νόμος ὁ πάντων βασιλεύς Pi.Fr. 169

    (cf. Pl.Grg. 488b);

    κατὰ φ. ποιεῖν Heraclit.112

    ; opp. παρὰ φύσιν, E.Ph. 395, Th.6.17, etc.;

    παρὰ τὴν φ. Anaxipp.1.18

    ; προδότης ἐκ φύσεως a traitor by nature, Aeschin.2.165; πρὸ τῆς φ. ἥκειν εἰς θάνατον before the natural term, Plu.Comp.Dem.Cic.5: freq. in dat. φύσει (

    ἐν φ. Hp.

    Aër.14) by nature, naturally, opp. τύχῃ, τέχνῃ, Pl.Lg. 889b, cf. R. 381b;

    φύσει τοιοῦτος Ar.Pl. 275

    , cf. 279, al.;

    ὁ ἄνθρωπος φ. πολιτικὸν ζῷόν ἐστι Arist.Pol. 1253a3

    ; ὁ μὴ αὑτοῦ φ. ἀλλ' ἄλλου ἄνθρωπος ὤν, οὗτος φ. δοῦλός ἐστιν ib. 1254a15;

    φ. γὰρ οὐδεὶς δοῦλος ἐγενήθη ποτέ Philem.95.2

    ; opp. νόμῳ (by convention), Philol.9, Archelaus ap.D.L.2.16, Pl.Grg. 482e, cf. Prt. 337d, etc.;

    τὰ μὲν τῶν νόμων ὁμολογηθέντα, οὐ φύντ' ἐστίν, τὰ δὲ τῆς φύσεως φύντα, οὐχ ὁμολογηθέντα Antipho Soph.44

    Ai 32 (Vorsokr.5);

    ἅπας ὁ τῶν ἀνθρώπων βίος φύσει καὶ νόμοις διοικεῖται D.25.15

    ;

    τοὺς τῆς φ. οὐκ ἔστι λανθάνειν νόμους Men.Mon. 492

    ;

    οὐ σοφίᾳ, ἀλλὰ φύσει τινί Pl. Ap. 22c

    ;

    φ. μὴ πεφυκότα τοιαῦτα φωνεῖν S.Ph.79

    , cf. Pl.Phlb. 14c, etc.;

    φύσει πάντα πάντες ὁμοίως πεφύκαμεν καὶ βάρβαροι καὶ Ἕλληνες εἶναι Antipho Soph.44

    Bii 10 (Vorsokr.5); φύσιν ἔχει c. inf., it is natural, κῶς φύσιν ἔχει πολλὰς μυριάδας φονεῦσαι (sc. τὸν Ἡρακλέα); Hdt.2.45, cf. Pl.R. 473a; οὐκ ἔχει φύσιν it is contrary to nature, ib. 489b;

    οὔτ' εὔλογον οὔτ' ἔχον ἐστὶ φύσιν D.2.26

    ;

    τὸ τόλμημα φύσιν οὐκ ἔχει Polem.Call.36

    .
    IV in Philosophy:
    1 nature as an originating power,

    φ. λέγεται.. ὅθεν ἡ κίνησις ἡ πρώτη ἐν ἑκάστῳ τῶν φύσει ὄντων Arist.Metaph. 1014b16

    ;

    ὁ δὲ θεὸς καὶ ἡ φ. οὐδὲν μάτην ποιοῦσιν Id.Cael. 271a33

    ; ἡ δὲ φ. οὐδὲν ἀλόγως οὐδὲ μάτην ποιεῖ ib. 291b13;

    ἡ μὲν τέχνη ἀρχὴ ἐν ἄλλῳ, ἡ δὲ φ. ἀρχὴ ἐν αὐτῷ Id.Metaph. 1070a8

    , cf. Mete. 381b5, etc.;

    φ. κρύπτεσθαι φιλεῖ Heraclit.123

    ;

    ἡ γοητεία τῆς φ. Plot.4.4.44

    ; φ. κοινή, the principle of growth in the universe, Cleanth.Stoic.1.126; as Stoic t.t., the inner fire which causes preservation and growth in plants and animals, defined as πῦρ τεχνικὸν ὁδῷ βαδίζον εἰς γένεσιν, Stoic.1.44, cf. 35, al., S.E.M.9.81; Nature, personified,

    χάρις τῇ μακαρίᾳ Φ. Epicur.Fr. 469

    ;

    Φ. καὶ Εἱμαρμένη καὶ Ἀνάγκη Phld. Piet.12

    ;

    ἡ κατωφερὴς Φ. Corp.Herm.1.14

    .
    2 elementary substance,

    κινδυνεύει ὁ λέγων ταῦτα πῦρ καὶ ὕδωρ καὶ γῆν καὶ ἀέρα πρῶτα ἡγεῖσθαι τῶν πάντων εἶναι καὶ τὴν φ. ὀνομάζειν αὐτὰ ταῦτα Pl.Lg. 891c

    , cf. Arist.Fr.52 (defined as

    τὴν πρώτην οὐσίαν.. ὑποβεβλημένην ἅπασι τοῖς γεννητοῖς καὶ φθαρτοῖς σώμασι Gal.15.3

    );

    τῶν φύσει ὄντων τὰ στοιχεῖά φασιν εἶναι φύσιν Arist.Metaph. 1014b33

    : pl., Epicur.Ep. 1p.6U., al.;

    ἄτομοι φ.

    atoms,

    Democr.

    ap. Diog.Oen.5, Epicur.Ep. 1p.7U.;

    ἄφθαρτοι φ. Phld.Piet.83

    .
    3 concrete, the creation, 'Nature',

    ἀθανάτου.. φύσεως κόσμον ἀγήρων E.Fr. 910

    (anap.);

    περὶ φύσεώς τε καὶ τῶν μετεώρων ἀστρονομικὰ ἄττα διερωτᾶν Pl.Prt. 315c

    ; περὶ φύσεως, title of works by Xenophanes, Heraclitus, Gorgias, Epicurus, etc.;

    [σοφία] ἣν δὴ καλοῦσι περὶ φύσεως ἱστορίαν Pl.Phd. 96a

    ;

    περὶ φ. ἀφοριζόμενοι διεχώριζον ζῴων τε βίον δένδρων τε φύσιν λαχάνων τε γένη Epicr.11.13

    (anap.); so later,

    ἡ φ. τὸ ὑπὸ ψυχῆς τῆς πάσης ταχθέν Plot.2.2.1

    ;

    τὰ στοιχεῖα τῆς φ. Corp.Herm.1.8

    ; αἱ δύο φ., i.e. heaven and earth, light and darkness, etc., PMag.Leid.W.6.42.
    4 Pythag. name for two, Theol.Ar.12.
    V as a concrete term, creature, freq. in collect. sense, θνητὴ φ. mankind, S.Fr. 590 (anap.), cf. OT 869 (lyr.); πόντου εἰναλία φ. the creatures of the sea, Id.Ant. 345 (lyr.);

    ὃ πᾶσα φ. διώκειν πέφυκε Pl.R. 359c

    , cf. Plt. 272c; ἡ τῶν θηλειῶν φ. woman- kind (opp. τὸ ἄρρεν φῦλον) X.Lac.3.4: also in pl., S.OT 674, Pl.R. 588c, Plt. 306e, X.Oec.13.9; in contemptuous sense, αἱ τοιαῦται φ. such creatures as these, Isoc.4.113, cf. 20.11, Aeschin.1.191.
    b of plants or material substances,

    φ. εὐώδεις καρποφοροῦσαι D.S.2.49

    ;

    ὑγράν τινα φ. καπνὸν ἀποδιδοῦσαν Corp.Herm. 1.4

    .
    VI kind, sort, species,

    ταύτην.. ἔχειν βιοτῆς.. φύσιν S.Ph. 165

    (anap.);

    ἐκλέγονται ἐκ τούτων χρημάτων μίαν φ. τὴν τῶν λευκῶν Pl.R. 429d

    ; φ. [ἀλωπεκίδων] species, X.Cyn.3.1; natural group or class of plants, Thphr.HP6.1.1 (pl.).
    VII sex, θῆλυς φῦσα (prob. for οὖσα)

    κοὐκ ἀνδρὸς φύσιν S.Tr. 1062

    , cf. OC 445, Th.2.45, Pl.Lg. 770d, 944d: hence,
    2 the characteristic of sex, = αἰδοῖον, Tab.Defix. 89a6 (iv B.C.), Nic.Fr.107, D.S.32.10, S.E.M.1.150, etc.: esp. of the female organ, Hp.Mul.2.143, Ant.Lib.41, Artem.5.63, PMag.Osl.1.83,324, Horap. 1.11: pl., τῶν δύοφ., of the testes, Sch.Ar.Lys.92, cf. PMag.Par.1.318.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φύσις

  • 3 Force

    subs.
    Compulsion: P. and V. βία, ἡ, νάγκη, ἡ.
    Motion: P. φορά, ἡ.
    Rush: Ar. and P.υμή, ἡ, V.ιπή, ἡ.
    Violence: P. and V. βία, ἡ, ἰσχύς, ἡ, V. τὸ καρτερόν.
    Strength: P. and V. δύναμις, ἡ, ἰσχύς, ἡ. ῥώμη, ἡ, V. σθένος, τό, ἀλκή, ἡ, μένος, τό (also Plat. but rare P.).
    Military force: P. δύναμις, ἡ, παρασκευή, ἡ; see Army.
    Be present in force: P. πλήθει παρεῖναι (Thuc. 8, 22).
    In full force: P. πανδημεί, πανστρατίᾳ, παντὶ σθένει, V. πολλῇ χειρί, σὺν πολλῇ χερί.
    Meaning: P. and V. δναμις, ἡ, P. διάνοια, ἡ, βούλησις, ἡ.
    Force of character: P. φύσεως ἰσχύς. ἡ (Thuc. 1, 138).
    Force of circumstances: ἀνάγκη τῶν πραγμάτων (Andoc. 28).
    The same principles you laid down when you brought Timarchus to trial surely may be put into force by others against you: P. ἃ ὡρίσω σὺ δίκαια ὅτε Τίμαρχον ἔκρινες, ταὐτὰ δήπου ταῦτα καὶ κατὰ σοῦ προσήκει τοῖς ἄλλοις ἰσχύειν (Dem. 416).
    The force of this argument you can understand from the following: P. τοῦτο ὅσον δύναται, γνοῖτʼ ἂν ἐκ τωνδί (Dem. 524).
    By force: P. and V. βίᾳ, βιαίως, πρὸς βίαν, νάγκῃ, ἐξ νάγκης, V. ἐκ βίας, κατʼ ἰσχύν, σθένει, πρὸς τὸ καρτερόν, πρὸς ἰσχύος κρτος.
    By force of arms: P. κατὰ κράτος.
    In force (of laws, etc.); use adj., P. and V. κύριος.
    Put in force, exercise, v.: P. and V. χρῆσθαι (dat.).
    Be in force: P. and V. ἰσχύειν.
    Use force: P. and V. βιάζεσθαι (absol.).
    With all one's force, by might and main: P. κατὰ κράτος, Ar. κατ τὸ καρτερόν.
    ——————
    v. trans.
    Compel: P. and V. ναγκάζειν, ἐπαναγκάζειν, καταναγκάζειν, βιάζεσθαι, Ar. and P. προσαναγκάζειν, P. καταβιάζεσθαι, Ar. and V. ἐξαναγκάζειν, V. διαβιάζεσθαι.
    Force ( an entrance): P. βιάζεσθαι (acc.) (Thuc. 4, 9).
    Force one's way: P. βιάζεσθαι (absol.).
    Force one's way in: Ar. and P. εἰσβιάζεσθαι.
    Force one's way out: P. βιάζεσθαι εἰς τὰ ἔξω.
    Force back: see Repulse.
    Force open: see Prise.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Force

  • 4 φυσις

         φύσις
        - εως, редко поэт. εος (ῠ) ἥ
        1) природные свойства, природа, характер
        

    (Αἰγύπτου Her.; ἥ εὐγενές φ. Soph.; αἱ φύσεις τῶν πολιτειῶν Isocr.)

        μορφῆς φ. Aesch. — наружность;
        φύσεως ἰσχύς Thuc. — сила характера;
        φ. τῆς ψυχῆς Xen. — душевные качества;
        ἥ τοῦ αἵματος φ. Arst. — природные свойства крови;
        τῇ φύσει χρώμενος Plut. — следуя (своей) натуре;
        αἱ τοιαῦται φύσεις Soph.подобные натуры (ср. 6)

        2) природа, естество
        

    τῶν πάντων φ. Xen. — вся природа, вселенная;

        φύσει, οὐ νόμῳ Plat. — по природе, а не в силу (человеческого) установления;
        περὴ φύσεως ἄττα διερωτᾶν Plat. — расспрашивать о разных явлениях природы;
        οἱ περὴ φύσεως Arst. — естествоиспытатели;
        φύσει ἦν, ὥσπερ τὸ βαδίζειν Xen. — это было (столь же) естественно, как хождение;
        κατὰ φύσιν Plat. — согласно природе;
        παρὰ φύσιν Thuc. — вопреки природе;
        ὃ φύσιν ἔχει γίνεσθαι Polyb. — что обыкновенно бывает;
        οὐ γὰρ ἔχει φύσιν Plut. — ведь невозможно;
        κῶς φύσιν ἔχει πολλὰς μυριάδας φονεῦσαι ; Her. — как возможно, чтобы (Геракл) перебил (такое) множество людей?

        3) вещество, материал
        

    κλίνης φ. τὸ ξύλον, ἀνδριάντος δ΄ ὅ χαλκός Arst. — вещество ложа - дерево, а статуи - медь

        4) наружный вид, внешность
        

    φύσιν τίν΄ εἶχε ; Soph.какова была его наружность?

        5) род, природа
        

    θνητέ φ. Soph. — род смертных, т.е. человеческий род;

        ἥ τῶν θηλειῶν φ. Xen. — женский пол, женщины;
        πόντου εἰναλία φ. Soph. — животный мир морей;
        ἥ φ. τῶν πεζῶν (sc. ζῷων) Arst.класс наземных животных

        6) создание, творение, существо, тварь
        

    φύσεις καρποφοροῦσαι Diod. — плодоносящие существа, т.е. растения;

        αἱ τοιαῦται φύσεις презр. Isocr., Aeschin.подобные твари (ср. 1)

        7) происхождение, рождение
        

    ἐκ πατρὸς ταὐτοῦ φύσιν ἔκ τε μητρός Soph. (дочь) того же отца и той же матери;

        φύσει νεώτερος Soph. — младший по рождению, т.е. годами;
        ἣ φύσει ἦν βασίλεια Soph. — которая была царственного происхождения;
        ὅ κατὰ φύσιν πατήρ Polyb.родной отец

        8) (иногда описательно, для подчеркивания сущности предмета)
        

    καὴ γὰρ ἂν πέτρου φύσιν σύ γ΄ ὀργάνειας Soph. — ведь и самый камень ты мог бы вывести из терпения;

        ἥ ὑγιείας φ. Plat. — самое здоровье, т.е. здоровье как таковое;
        πρὸς αἵματος φύσιν τις Soph. кто-л.близкий по крови

    Древнегреческо-русский словарь > φυσις

  • 5 Character

    subs.
    Of a person: P. and V. τρόπος, ὁ, or pl., ἦθος, τό, φσις, ἡ.
    Mood: P. and V. ὀργή, ἡ.
    Force of character: P. φύσεως ἰσχύς, ἡ (Thuc. 1, 138).
    Written characters ( letters): P. and V. γραφαί αἱ, γράμματα, τά.
    Form: P. and V. τπος, ὁ.
    Kind, description: P. and V. γένος, τό.
    Of what character, adj.: interrogative, P. and V. ποῖος; indirect, P. and V. ὁποῖος.
    Of such character: P. and V. τοιουτος, τοιόσδε, Ar. and V. τοῖος.
    Character in a play: P. σχῆμα, τό.
    Reputation: P. and V. δόξα, ἡ; see Reputation.
    They have become men of repute and public characters: P. γεγόνασιν... ἔνδοξοι καὶ γνώριμοι (Dem. 106).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Character

См. также в других словарях:

  • Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… …   Dictionary of Greek

  • ВАСИЛИЙ ВЕЛИКИЙ — [греч. Βασίλειος ὁ Μέγας] (329/30, г. Кесария Каппадокийская (совр. Кайсери, Турция) или г. Неокесария Понтийская (совр. Никсар, Турция) 1.01.379, г. Кесария Каппадокийская), свт. (пам. 1 янв., 30 янв. в Соборе 3 вселенских учителей и святителей; …   Православная энциклопедия

  • Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή …   Dictionary of Greek

  • ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Συνταγματική Ιστορία — Η ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Σύντομη ανασκόπηση Το σύνταγμα είναι το σύνολο των κανόνων δικαίου με τους οποίους ρυθμίζεται η συγκρότηση και η άσκηση της κρατικής εξουσίας. Επομένως, η συνταγματική ιστορία είναι η ιστορία της κρατικής… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»